Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λόγος κρατεῖ σαφηνής

См. также в других словарях:

  • σαφηνής — (I) ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Α σαφής («λόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνές η απλή και καθαρή αλήθεια. επίρρ... σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α (συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.… …   Dictionary of Greek

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»